αθύμητος — η, ο αυτός που δεν πρέπει να τον θυμάται κανείς: Αθύμητα να είναι τα χρόνια της Κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθύμιστος — η, ο [θυμίζω] ο αθύμητος … Dictionary of Greek